- τριπτήρ
- τριπτήρpestlemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριπτῆρα — τριπτήρ pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρας — τριπτήρ pestle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρες — τριπτήρ pestle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρι — τριπτήρ pestle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρος — τριπτήρ pestle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρσιν — τριπτήρ pestle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτήρας — ο / τριπτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικών νεοελλ. 1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου 2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα 3. τρίφτης τυριού αρχ. 1. γουδοχέρι 2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι… … Dictionary of Greek
τριπτήριον — τὸ, Α·]τριπτήρ] όργανο για το τρίψιμο τού σώματος στο λουτρό … Dictionary of Greek